ηγγυημένος

ηγγυημένος
και εγγυημένος, -η, -ο
(μτχ. παθ. παρακμ. τού εγγυώμαι) (για εργασία ή πράγμα, εμπόρευμα κ.λπ.) με ασφάλεια, με θετικότητα, με βεβαιότητα καλός, καλής ποιότητας (α. «εγγυημένη ποιότητα, εργασία» κ.λπ.
β. «εγγυημένο μηχάνημα, προϊόν» κ.λπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἠγγυημένος — ἐγγυάω give perf part mp masc nom sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”